- υπεραισθησία
- η мед. гиперестезия, повышенная болевая чувствительность (кожи, слизистой оболочки)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπεραισθησία — η, Ν 1. ιατρ. αυξημένη ευαισθησία προς τα αισθητικά ερεθίσματα και κυρίως εκείνα που έχουν σχέση με την αίσθηση τής αφής 2. (ιατρ. ψυχολ.) τάση ενός υποκειμένου να αισθάνεται όλες τις μεταβολές στο περιβάλλον του ως κάτι που τό αφορά πάντοτε και … Dictionary of Greek
υπεραισθητικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπεραισθησία («υπεραισθητικά φαινόμενα») 2. αυτός που έχει υπεραισθησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπεραισθησία. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Εμ. Σ. Λυκούδη] … Dictionary of Greek
υπερακουσία — και παλ. τ. υπεράκουση, η, Ν ιατρ. ακουστική υπεραισθησία εξαιτίας τής οποίας η αντίληψη τών οξέων τόνων συνοδεύεται από επώδυνο αίσθημα, οπότε υπάρχει η λεγόμενη επώδυνη υπερακουσία, ή από υποκειμενική αύξηση τής έντασης τών ακουόμενων ήχων… … Dictionary of Greek
υπεραλγησία — η, Ν ιατρ. αυξημένη ευαισθησία στο άλγος, υπεραισθησία στον πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hyperalgesie (< υπερ * + άλγος)] … Dictionary of Greek
υπεργευσία — και υπέργευση, η, Ν ιατρ. γευστική υπεραισθησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + γεύση] … Dictionary of Greek
υπεροσμία — η, Ν ιατρ. οσφρητική υπεραισθησία, στο πλαίσιο, συνήθως, υπερδιεγερσιμότητας τού νευρικού συστήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperosme < υπερ * + οσμή + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek